Uno nessuno e centomila
"Υπάρχει μία μάσκα για την οικογένεια,
μία για την κοινωνία,
μία για τη δουλειά.
Και όταν είσαι μόνος,
μένεις κανένας."
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η σύζυγός μου και η μύτη μου
«Τι
κάνεις;», με ρώτησε η σύζυγός μου, βλέποντάς με να χασομερώ με ασυνήθιστο τρόπο
μπροστά στον καθρέφτη.
«Τίποτα»,
της αποκρίθηκα, «κοιτάζω εδώ, μες στη μύτη μου, σ’ αυτό το ρουθούνι. Όταν το
πιέζω, αισθάνομαι ένα πονάκι.»
Η
σύζυγός μου χαμογέλασε και είπε:
«Νόμιζα ότι κοίταζες από ποια πλευρά
κλίνει.»
Γύρισα σαν τον σκύλο που του πάτησε
κάποιος την ουρά:
«Κλίνει; Εμένα; Η μύτη μου;»
Και η σύζυγός μου, με ηρεμία:
«Μα ναι, καλέ μου. Κοίταξέ την καλά:
κλίνει προς τα δεξιά.
Ήμουν είκοσι οχτώ χρόνων και ανέκαθεν μέχρι τότε θεωρούσα τη μύτη μου, αν όχι ακριβώς ωραία, τουλάχιστον πολύ ταιριαστή όπως κι όλα τ’ άλλα μέρη τού σώματός μου. Γι’ αυτό μού ήταν εύκολο να παραδέχομαι και να υποστηρίζω εκείνο που συνήθως παραδέχονται και υποστηρίζουν όλοι αυτοί που δεν είχαν την ατυχία να τους τύχει ένα κορμί δύσμορφο: ότι δηλαδή είναι βλακώδες να καυχιούνται για τα χαρακτηριστικά τους. Γι’ αυτό η ξαφνική και αναπάντεχη ανακάλυψη εκείνου του ελαττώματος με εξόργισε σαν μια τιμωρία που δεν μου άξιζε.
[…]
Τώρα όμως σκεφτόμουν:
«Και οι άλλοι; Οι άλλοι δεν είναι δα και μέσα μου. Για τους άλλους που κοιτάζουν απ’ έξω, οι σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου έχουν μία μύτη. Τη μύτη μου. Κι έχουν ένα ζευγάρι μάτια, τα μάτια μου, που εγώ δεν τα βλέπω και αυτοί τα βλέπουν. Τι σχέση υπάρχει ανάμεσα στις σκέψεις μου και τη μύτη μου; Για μένα, καμία. Εγώ δεν σκέφτομαι με τη μύτη, ούτε προσέχω τη μύτη μου, όταν σκέφτομαι. Οι άλλοι όμως; Οι άλλοι που δεν μπορούν να δουν μέσα μου τις σκέψεις μου και βλέπουν απ’ έξω τη μύτη μου; Για τους άλλους οι σκέψεις μου και η μύτη μου έχουν τέτοια σχέση που, αν υποθέσουμε ότι οι σκέψεις μου ήταν πολύ σοβαρές και η μύτη μου εξαιτίας τού σχήματός της πολύ αστεία, θα άρχιζαν να γελούν.»
[…]
Η σκέψη ότι οι άλλοι έβλεπαν σ’ εμένα κάποιον που δεν ήμουν εγώ που γνώριζα· κάποιον που μονάχα εκείνοι μπορούσαν να γνωρίζουν κοιτάζοντάς με απ’ έξω με μάτια που δεν ήταν τα δικά μου και που μου έδιναν μια όψη προορισμένη να με αφήνει πάντοτε ξένο, αν και ήταν μέσα μου, αν και ήταν δική μου για εκείνους (συνεπώς, ένα «μου» που δεν ήταν για μένα!)· μια ζωή στην οποία, αν και ήταν δική μου για εκείνους, εγώ δεν μπορούσα να εισχωρήσω· αυτή η σκέψη δεν μ’ άφηνε πλέον να ησυχάσω.
Πώς ν’ ανεχτώ μέσα μου αυτόν τον ξένο;
Αυτόν τον ξένο που ήμουν εγώ ο ίδιος για μένα; Πώς να μην τον βλέπω; Πώς να μην
τον γνωρίζω; Πώς να μείνω για πάντα καταδικασμένος να τον κουβαλάω μαζί μου,
μέσα μου, στο βλέμμα των άλλων κι έξω, εν τω μεταξύ, από το δικό μου;
Μετάφραση: Αρχοντία Κυπριώτου
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από την ελληνική έκδοση του βιβλίου Ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες (Εκδόσεις Ίνδικτος) που κυκλοφόρησε το 2006.
Πηγή: Φωτογραφία από Facebook PirandelloWeb
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου