C’ERANO UNA VOLTA GLI
ANIMALI ALLE PRESE CON UNO STRANO VIRUS
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΤΑ ΖΩΑ
ΤΑ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΣΕ ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΙΟΣ
του
Στέφανο Μπέννι
Τις πιο
θλιβερές στιγμές, τα παιδιά έχουν ανάγκη τα παραμύθια
(Γ. Γκριμ)
(Γ. Γκριμ)
Κάποτε στον πλανήτη μας, σε ένα
μέρος που το λένε Κίνα, ξέσπασε μια επιδημία, μια αρρώστια που τους μόλυνε
όλους. Για δύο μήνες οι κυβερνώντες των άλλων χωρών έμειναν αδρανείς και
υποτίμησαν τον κίνδυνο. Έπειτα, αρχικά κινήθηκε μια χώρα που τη λένε Ιταλία και
ξεκίνησε έναν πόλεμο στην αρρώστια, την οποία ονόμασε πανδημία.
Ήταν μια φρικτή στιγμή, και αν
και όλοι κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια με θάρρος και αφοσίωση για να φροντίζουν
και να σώζουν, οι νεκροί στο ανθρώπινο είδος ήταν πάρα πολλοί.
Και οι χώρες έκλεισαν τα
σύνορα, τα μέσα μεταφοράς, τα καταστήματα και οτιδήποτε μπορούσε να
αποκλειστεί.
Ώσπου ένας επιστήμονας έκανε
την άσχημη ανακάλυψη ότι η αρρώστια θα μπορούσε να μεταδοθεί και στα ζώα.
Τα ζώα, που είναι πιο έξυπνα
από τους ανθρώπους, άρχισαν αμέσως να αναζητούν μέτρα για να σταματήσουν τον
ιό. Αυτό όμως περιλάμβανε πολλές θυσίες, κυρίως να μένουν στο σπίτι και να
μπορούν να βγαίνουν μόνο για σοβαρούς λόγους.
Ανάμεσα στα ζώα ξέσπασε μεγάλος
θυμός. Οι λαγοί ήθελαν να τρέχουν, οι μαϊμούδες ήθελαν να κατεβαίνουν από τα
δέντρα, οι σκύλοι δεν καταλάβαιναν το λόγο που από τις τρεις συνηθισμένες
βόλτες την ημέρα τούς έβγαζαν έξω και σαράντα φορές. Οι γάτες κατέφευγαν στις
σκεπές, οι σκίουροι ήθελαν να βγουν να ψάξουν για φουντούκια, οι κότες ήθελαν
να πάνε στον κινηματογράφο, οι αρκούδες ήταν φυλακισμένες στον λήθαργο, τα
σαρκοφάγα έμπαιναν στη σειρά με δύο μέτρα απόσταση το ένα από το άλλο για να
πιάσουν αντιλόπες και ζέβρες και στο τζάγκουαρ έβαλαν βαρίδια στα πόδια επειδή
ήταν αρκετά προνομιούχο.
Ο βραδύπους ήταν έτοιμος να
πεθάνει από την πείνα, αλλά ανακάλυψε το Amazon Forest Food.
Στον ουρανό δεν πετούσε κανένα
πουλί πια, οι πάγκοι με τα ψάρια
αραίωσαν και κολυμπούσε μια σαρδέλα τη φορά, τα σμάρια των μελισσών πήγαιναν
το καθένα όπου ήθελε. Ακόμα και τα μυρμήγκια έφτιαξαν γκαρσονιέρες.
Το λιοντάρι και η τίγρη,
έχοντας την ευθύνη να διατηρήσουν την τάξη, έδιναν σε όλους πρόστιμα,
σταματούσαν τα καγκουρό που πηδούσαν, τσάκωναν τις αλεπούδες που έβγαιναν για
κυνήγι τη νύχτα, διέλυαν τις συναθροίσεις που έκαναν οι φώκιες, οι οποίες
ήθελαν να παίξουν με την μπάλα τους.
Ήταν παλιοδουλειά, ειδικά όταν
έπρεπε να πείσουν έναν ελέφαντα να φτιάξει ένα σπίτι από κορμούς και να μείνει
εκεί μέσα.
Έτσι, το λιοντάρι και η τίγρη
είχαν εξαντληθεί και δεν τα έβγαζαν πλέον πέρα.
Ένα βράδυ επιστρέφοντας στις
φωλιές τους συνάντησαν δύο ζωάκια που περπατούσαν ήρεμα το ένα δίπλα στο άλλο.
-
Δεν μπορείτε να κάνετε βόλτα! – φώναξαν – Δεν
μπορείτε να σεργιανίζετε έτσι – είπε το λιοντάρι.
-
Και κυρίως πρέπει να μείνετε στο σπίτι, συνέχεια
στο σπίτι! – φώναξε η τίγρη.
-
Ε, - είπε ένα από τα ζωάκια – μου φαίνεται
φυσιολογικό. Δεν βλέπω πού είναι το περίεργο.
-
Εννοείται πως θα υπακούσουμε – είπε το άλλο –
μην αμφιβάλλετε.
Το λιοντάρι
είπε: - Πάλι καλά που υπάρχει και κάποιο ζώο μυαλωμένο που σ’ αυτή την τραγωδία
δεν εξοργίζεται και υπακούει ήρεμα.
-
Μακάρι να ήταν όλοι έτσι – είπε η τίγρη.
Και
έφυγαν.
-
Μα πόσο νευρικοί ήταν αυτοί οι δύο – είπε η
χελώνα.
Δεν βλέπω, πραγματικά, πού
είναι το περίεργο να μένεις στο σπίτι σου – είπε το σαλιγκάρι.
Σ.τ.Μ.: Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα La Repubblica στις 21/3/2020.
Ο Στέφανο Μπέννι, μυθιστοριογράφος, ποιητής και δημοσιογράφος, ένας από τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους Ιταλούς συγγραφείς, ανταποκρίθηκε στο άιτημα πολλών αναγνωστών του να γράψει κάποια ιστορία που να μπορούν να διαβάσουν και τα παιδιά τους, που αυτή την περίοδο, λόγω της καραντίνας, περνούν όλη την ημέρα στο σπίτι.
Η παραπάνω ιστορία είναι μία από αυτές.
Μετάφραση από τα ιταλικά: Αρχοντία Κυπριώτου
Πηγή: FACEBOOK/STEFANO BENNI
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου